- προκατάρχω
- προκατάρχηςfoundermasc gen sg (attic epic ionic)προκατάρχομαιpres subj act 1st sgπροκατάρχομαιpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προκατάρχω — Α [κατάρχω] 1. αρχίζω πρώτος 2. προηγούμαι άλλων, είμαι επικεφαλής, προεξάρχω 3. είμαι αίτιος για κάτι («προκατάρχοντος αὐτῆς τῆς εἱμαρμένης εἱμαρμένου», Πλούτ.) 4. αρχίζω ένα έργο ή μια πράξη πρώτος, πριν από άλλους, κάνω την αρχή («προκατάρχειν … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προκάταρξις — άρξεως, Α [προκατάρχω] 1. η πρώτη έναρξη 2. φρ. «προκάταρξις τῆς δίκης» (δικαν. όρος) έγερση αγωγής … Dictionary of Greek
προκατάρχης — ου, ό, Α [προκατάρχω] ιδρυτής, θεμελιωτής έργου ή δραστηριότητας («προκατάρχης τελετῆς», Πρόκλ.) … Dictionary of Greek
ՆԱԽԱՏԻՐԵՄ — ( ) NBH 2 0398 Chronological Sequence: 8c չ. ՆԱԽԱՏԻՐԵԼ. προκατάρχω anteverto, antecedo. Զառաջս առնուլ. յառաջել. կանխել. *Յաստուածայինսն միութիւնքն զորոշմանցն բուռն հարեալ, եւ նախատիրեն. Դիոն. ածայ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)